ὁμοιωτικός

ὁμοιωτικός
ὁμοι-ωτικός, ή, όν,
A assimilative, Gal.Nat.Fac.1.12.
2 by means of resemblance, on the basis of analogy,

μετάβασις S.E.M.11.250

: Subst., ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of likening or copying, Poll.7.126. Adv.

-κῶς S.E.M.3.40

, etc.
3 Pythag. epith. of odd numbers and square numbers (cf.

ὅμοιος A. 111.2

), Theol.Ar.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομοιωτικός — ὁμοιωτικός, ή, όν (Α) [ομοιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιότητα ή στην ομοίωση 2. αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος 3. αυτός που κατασκευάζει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ζωγράφος ή αγαλματοποιός 4. αλληγορικός 5. μαθημ. ονομασία τών… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοιωτικός — assimilative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωτικόν — ὁμοιωτικός assimilative masc acc sg ὁμοιωτικός assimilative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωτικούς — ὁμοιωτικός assimilative masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωτικῆς — ὁμοιωτικός assimilative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωτικῇ — ὁμοιωτικός assimilative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωτική — ὁμοιωτικός assimilative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωτικήν — ὁμοιωτικός assimilative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιωτικῶς — ὁμοιωτικός assimilative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՆՄԱՆՈՂԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0432 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՆՄԱՆԱԿԱՆ. ὀμοιωτικός. *Նմանութիւնս ասէ զնմանողական կարծիս (կամ զերեւումն). որպէս նմանութիւն աթոռոյ տեսանել. Մաքս. ի դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ὁμοιωτικάς — ὁμοιωτικά̱ς , ὁμοιωτικός assimilative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”